Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Τα Σπιρτόκουτα

Ζούμε σε μικρά κουτάκια. Αθόρυβα σπιρτόκουτα. Ακίνητοι και Αέναοι μέσα στο πλήθος.
Μόνοι σε έρημες συνοικίες. Φρουροί και λυτρωτές των αισθήσεων μας. Καταπατητές των πρόχειρων κατασκευασμάτων μας. Πολιορκητές και πολιορκημένοι. Αλύτρωτοι δυνάστες των παθών μας.
Περιμένει η ψυχή στο κουτάκι. Να ανοίξει, να μπει λίγο φως απο τη χαραμάδα. Να την τυλίξει. Να ακουστεί σαν κρότος ή σαν μελωδία. Το ίδιο κάνει. Το θέμα είναι να ακουστεί.
Άλλοι στριμώχνονται δυο-δυο μες τα κουτάκια με χρυσό περιτύλιγμα, με μελωδία που φτιάξαν μαζί. Ένωσαν μια νύχτα τις νότες και εκείνες μείναν εκεί. Για πάντα.
Είναι μεγάλο το σπιρτόκουτο και με πνίγει ο τόσος χώρος. Δεν έχω χέρια, ούτε πόδια να χορέψω. Μονάχα γραντζουνάω το αύλο πάτωμα μήπως και υπερνικήσει ο ήχος την στοργή της μοναξιάς μου. Δεν έχω έπιπλα. Δεν έχω παράθυρα. Μόνο χώρο. Κρύο και τεμαχισμένο.
Δεν χωράω στη ζωή των άλλων. Εκείνοι την επέλεξαν αλλιώς και με άλλους. Σε άλλα σπιρτόκουτα για να γυρίζουν το βράδυ μετά τη δουλειά. Και ας έχει χώρο το σπιρτόκουτο μου. Χώρο άπλετο. Όνειρα κρεμασμένα σε μετέωρα μπαλκόνια. Χρώματα απλωμένα στην ταράτσα να στεγνώσουν. Ζεστασιά κρυμμένη κάτω απο το χαλάκι της εισόδου, μαζί με το κλειδί. Είπες και εσύ. Είπε και αυτός και εκείνος και ο άλλος. Ο καθένας να βρίζει τον προηγούμενο ή τον επόμενο για τα λάθη του, και εκείνος να κάνει χειρότερα, μετέπειτα ή παράλληλα. Ταυτόχρονοι χτύποι, ταυτόχρονα χτυπήματα. Αλλεπάλληλα. Φοβήθηκα. Πονάω. Θέλω να πω για τον πόνο αλλα φοβάμαι την λύπηση γιατί όσοι το σκέφτηκαν λυπήθηκαν. Όταν το βλέπω ταπεινώνομαι. Σκύβω κι άλλο, χαμηλώνω κι άλλο... να χωρέσω σε κάτι που ήδη χωράω, που μου πέφτει μεγάλο... που χωράει αλλά με πνίγει.
Βρέθηκε αυτός μες το ταξί, ο ξένος. Να μου δώσει νερό και να με πάει μια βόλτα στη θάλασσα.
Να μου δώσει φωτιά χωρίς να μου ανάβει τσιγάρο. Να πιστέψει πόσο αδύναμη είμαι.
Μικρή... για να χωράω στο μεγάλο μου σπιρτόκουτο. Μου ακούστηκε γλυκιά η καληνύχτα του και ήτανε. Πονάω... Που με κοίταξε ένας ξένος στα μάτια και κατάλαβε. Που έκλεισα την πόρτα και χαμογέλασε ο λυγμός μου.
Γιατί δεν με άκουσε κανείς; Γιατί δεν ήρθε;
Δεν άξιζα; Τόσο κακό παιδί είμαι τελικά; Τόσο πολύ απέχω; Λευκή ψυχή... να ταλαιπωρείται σε ένα γιγάντιο σπιρτόκουτο, χωρίς φωτιά και χωρίς σπίρτα.
Είπες και εσύ. Είπε και αυτός και εκείνος και ο άλλος, πως δεν χωράμε μαζί σε τεντωμένο σκοινί, είναι για άλλους ακροβάτες, για επαγγελματίες, για γνωστικούς. Εγώ βαδίζω αλλιώς. Δεν έχω χρωματιστά κουστούμια να ακροβατώ, να χαιρετώ απο εκεί πάνω το κοινό μου.
Δεν μπορώ να ισορροπήσω Δεν είμαι για εδώ, δεν είμαι για αυτά.
Και εγώ να θέλω σκοινί να ισορροπώ... και ας έχω φτερά για να πετάξω...
Ένα πουλί να κάνει τον αποτυχημένο και άσημο ακροβάτη.

Στον κ. Αντώνη με την Κίτρινη Άμαξα.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Εσύ Μείνε...

Ζωή σαν ποίημα στα σκαριά. Σαν απο εκείνα, που γράφει και σβήνει ο ποιητής και καρτερεί την μούσα να του χαρίσει το στιχάκι. Μα εγώ δεν είμαι ποιητής, ούτε καν ποιήμα, ούτε λέξη βγαλμένη τάχα απο κάποιο μεγαλόπνοο παραμύθι ή αριστούργημα. Αν ήμουν κάτι άλλο θα ήμουν χρωματιστό μπαλόνι που ξέφυγε απο τα χέρια ενός πιτσιρικά. Με έδενε με αγάπη στο καγκελάκι του κρεβατιού τα βράδια, μου μίλαγε και ονειρευόταν πως θα σταθεί στη ράχη μου και θα το πάρω μαζί μου. Θα υψωθούμε πάνω απο την πολυκατοικιά και τη ταράτσα της γιαγιάς και θα του μάθω τον κόσμο απο εκει πάνω, θα παίζαμε κρυφτό στα σύννεφα και θα αγγίζαμε τις αχτίδες και τα ηλιοβασιλέματα. Κάποια μέρα θα γλιστρούσα απο το απαλό χεράκι του και η μοίρα θα με οδηγούσε να πορευτώ μονάχη στο κρυφτό και στην κρεμάλα. Μισώ το παρελθόν και ας με έχτισε και ύστερα το Αγαπώ και ας με γκρέμισε. Παρουσία γλυκιά σαν κι αυτή που είχα πει πως θα ζήσω και πως θα είμαι τυχερή που θα την αναπνεύσω στο παράθυρο και στην αυλόπορτα. Με τη λευκή νυχτικιά και γιασεμιά στο πεζούλι, χάμω. Και ύστερα δώρα στα χέρια... φτερά, δεν ξέρω που. Στην καρδιά; Στα πλευρά; Μαλλιά και δάχτυλα και κύματα Όλα εδώ και όλα μαζί. Μα φοβάμαι στο λέω.
Όταν σε ονειρευόμουν περιμένοντας να ρθεις, έλεγα πως είναι εύκολο. Το μόνο απλό να έρθεις, λύση στα πάντα. Απάντηση στον πόνο και στη μοναξιά. Μα δεν έχει λόγια η Αγάπη να την χωρέσουν, να την αντέξουν και είναι η γλύκα σου ικανή να με κάνει να αντέξω.
Χαμόγελα στην ακρογιαλιά και στους δρόμους. Χέρι ζεστό στο εδώ. Ματιά απαλή στο τώρα.
Έσβησαν οι αναμνήσεις. Μα δεν φοβάμαι εκείνες. Έρημες αναμνήσεις στις γωνιές τι να σου κάνουν; Οι υγρές στάχτες δεν ζουν. Κρατούν τα χέρια μου μια σπίθα απο το είναι μου. Φοβάμαι. Όχι για τις φωτιές που θα γίνουν στάχτες, υγρές χωρίς λάμψεις, μα για μένα, που ξέχασα να παίζω με τη φλόγα και ψάχνω τρόπους να τη δαμάσω ή και να την πνίξω ακόμα. Εμένα φοβάμαι. Που θέλω καλούς σαμαρείτες και απο μηχανής Θεούς. Που καμιά φορά πονάω ακόμα, χωρίς πόνο, για δευτερόλεπτα, έτσι απο συνήθεια. Που δεν είμαι θαρραλέα τώρα πια να πολεμήσω, να ανέβω σε γέφυρες και να σταθώ στην πόρτα σου, να σου ψιθυρίσω απο το ψυχρό ακουστικό το "σε παρακαλώ...", το "μην..." και το "γιατί μου το κάνεις αυτό;". Λεηλατήθηκα απο μάχες περασμένες, μάχες χαμένες. Στέρεψα απο την άρνηση και τις κλειδωμένες πόρτες, χάρισα την ασπίδα μου και το δόρυ μου στους περαστικούς. Για τη δική μας αγάπη πως θα πολεμήσω;

Μείνε.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Βεγγαλικό

Όταν δεν ξέρεις που βρίσκεσαι... απλά δεν βρίσκεσαι πουθενά.
Ζω για πρώτη φορά στιγμές απτές, χειροπιαστές και ψάχνω τα κομμάτια μου που χάθηκαν.
Τι άλλαξε σε μένα και ποιά είμαι τώρα πια. Τόσο διαφορετική και τόσο ίδια. Περπατώ συνεχώς μπροστά και κάτι μένει πίσω. Κλεφτές ματιές στο παρελθόν για να μην ξεχνώ. Δεν ξεχνώ τα όνειρα στο μαξιλάρι. Δεν ξεχνώ την σιωπή των χρόνων, μια σιωπή αιχμηρή να σκίζει το πάτωμα.
Ανάμεσα στις λέξεις του ομερτά, αναζητώ εμένα και εσένα. Το ψέμα που έγινε όνειρο ή το όνειρο που έγινε ψέμα. Στιγμές δυνατές, σιωπές και ανάσες πρώτες. Να κρατήσω ό,τι αξίζει προσπαθώ... μα ξέρω πως ό,τι αξίζει κρατάει μονάχο, χωρίς να το δαμάσω και να του δείξω το δρόμο, χωρίς να το πείσω ή να του πω το όνομα μου. Στέκεται εκεί σιωπηλά και κοιτάζει ανέκφραστο και περιμένει να ενωθούν τα βλέμματα.
Ό,τι σκάει και χάνεται σαν βεγγαλικό... απλά είναι βεγγαλικό. Θόρυβος και χρώμα. Χρυσόσκονη για να υγραίνει τα μάτια. Και μετά ουρανός. Σκοτεινός και ατάραχος.
Μα κάτι μου λέει βαθειά μου, πως τα βεγγαλικά δεν πετούν μόνο για να κερδίζουν εντυπώσεις. Είναι και για να θυμίζουν, πως υπάρχει ακόμα λίγη λάμψη να σπάει την μονοτονία των αστεριών. Τα δεδομένα, τα σίγουρα, τα σταθερά εκεί.
Υπήρξα και εγώ βεγγαλικό, υψώθηκα ένα βράδυ σε έναν άγνωστο ουρανό, για λίγο, για ελάχιστα και ύστερα πνίγηκα σε κάποια θάλασσα. Μια υγρασία να σου κατατρώει το δέρμα, να σου ρημάζει τη λάμψη.
Αλλάζω. Μα δεν θέλω να χάσω τον εαυτό μου. Πνίγω τις σκέψεις και τις αναλύσεις μα ένα όνειρο στέκεται πάντα στη γέφυρα να περιμένει βεγγαλικά χρωματιστά... να υψωθούν και ας σωριαστούν γλυκά στο βυθό μιας αγάπης περαστικής ή ενός παιδικού ενθουσιασμού. Σαν μικρό παιδί, θα χειροκροτά μόνο την πτώση τους... Στο πέταγμα σωπαίνει, μένει ακόμα με το στόμα ανοιχτό και ρωτάει ακόμα το "πού βρίσκομαι;"

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Δρόμοι Παλιοί και Νέοι

Περάσαν δύο χρόνια και δεν θέλω να θυμάμαι πως πέρασαν οι νύχτες και οι μέρες σε μια σιωπή εκκωφαντική να μου τρυπάει τα σωθικά. Να χαζεύω αμέτοχη την προσμονή, κρεμασμένη σαν παλιό καπέλο πλάι στην πόρτα.

Οι προσευχές μου τυλίχτηκαν με κλάματα, να παρακαλώ την Αλήθεια να μου αποκαλυφθεί, να μου ανοίξει τα μάτια, να μου πλύνει τα χέρια, να μου σκουπίσει τα δάκρυα.

Προσπάθησα πολύ. Άλλοτε καρτερικά και συνετά και άλλοτε σαν τρικυμία να ξεχύνομαι, να κυνηγώ το θέλω. Να ψάχνω τι αρκεί και τι μου φτάνει. Να αναζητώ για ποιόν δρόμο γεννήθηκα και αν με αντέχει.

Και ήρθες εσύ σε ένα λιμάνι, ενώ στεκόμουν με μια βαλίτσα όνειρα, να μου κουβαλήσεις την τρύπια μου καρδιά μέχρι να ανέβω στο καράβι. Με ένα χαμόγελο παιδικό, να μου θυμίζει τον εαυτό που είχα κάποτε και ξέχασα σε μια άδεια πλατεία στην Αττική. Σε μια πάλη χρόνια, να κλείσω πληγές, να γεμίζω πρόχειρα μπαλώματα Και ύστερα άκουσα την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά για μένα, πλαγιάζοντας στο στήθος σου και θυμήθηκα τους χτύπους της δικής μου καρδιάς που άφησα ένα βράδυ στο χαλάκι του κάποτε. Και μετά κοιμηθήκαμε αγκαλιά σε ένα μονό κρεβάτι, τόσο ζεστό και άνετο... σαν να ενώθηκαν όλες οι γέφυρες του κόσμου και μας δείχναν τα αστέρια. Φοβήθηκα. Ποιός είσαι εσύ και ποιά είμαι εγώ. Δύο άγνωστοι που γίνανε γνωστοί εν μια νυκτί. Φοβήθηκα. Γιατί ήταν η παρουσία σου τόσο έντονη για να ξεχάσω στιγμιαία.


Και εκεί κάπου χάθηκα. Το σώμα έδωσε και η καρδιά έμεινε να κοιτάει από απόσταση.

Θυμωμένο και συνεσταλμένο παιδί σε μια γωνιά κάποιας γιορτής που αρνείται να σηκωθεί να χορέψει. Το έσπρωξα απαλά και του άπλωσα και τα δυό μου χέρια σαν αγκαλιά.

-Έχασα μια φορά τα βήματα και έμεινα μόνη στη σκηνή...

-Μαζί σου ήμουν. Θυμάμαι.

-Τρέμουν τα πόδια μου.

-Θυμάμαι.

Μας κορόιδευαν οι αναμνήσεις από τη γωνία και μας έδειχναν, γελώντας, με το δάχτυλο.

Κλείσαμε τα μάτια και τα αυτιά μας. Μα κάτι έμεινε να μας καταδιώκει μέσα μας. Συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες μας και εμείς δεν συγχωρούμε τον εαυτό μας. Γίναν τοίχοι τα παράθυρα και εμείς μείναμε να κοιτάμε τον τοίχο. Χωρίς όνειρα. Χωρίς να περιμένουμε να χτυπήσει η πόρτα. Χωρίς γράμματα από ιππότες. Μόνοι εκεί στη σιωπή, στο σκοτάδι γιατί αυτό δεν μας πληγώνει πια. Το απενοχοποιήσαμε στις δίκες του χειμώνα. Αθώο το παρελθόν και ο πόνος του, πόνος χωρίς πόνο. Και η καρδιά αφημένη εκεί, αφηρημένη έννοια, σαν το φάντασμα του πάρτυ να στέκεται και να παρατηρεί.

Άκου καρδιά. Είναι δική μας η χαρά και μας αξίζει. Βγάλε τα στενά παπούτσια της μοναξιάς σου και λύσε το μαντήλι. Κάθε τραγούδι χορεύεται αλλιώς. Κάθε χέρι σου δείχνει άλλο δρόμο.

Κάθε αγκαλιά σε πάει άλλο ταξίδι.

Σήκω...

Δεν σε γνωρίζει κανείς σε αυτό το χορό για να σε κρίνει.

Ούτε και εκείνος ξέρει τα βήματα. Κράτησε του το χέρι.

Άκου τη μελωδία...
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Το Μαγικό Ραβδάκι του Μαζί

Μέρα Τρίτη. Εγώ στους δρόμους... με την καρδιά κομμένη σαν θρυμματισμένος πάγος. Στα τρένα.
Για αλλού να ξεκινάω και αλλού να καταλήγω. Σαν ηρωίδα κάποιας ρομαντικής κομεντί (;).
Παρασυρόμενη απο το πλήθος με ένα μικρό θέλω στο μυαλό το οποίο έχει μάθει να πνίγεται πια και να σωπαίνει. Στοιβαγμένη ανάμεσα στους πολλούς. Αγνοούμενη απο τους πιο πολλούς.
Ξαφνικά σε ένα κρεβάτι κρύο και μετά πάλι στους δρόμους, να επιστρέφω στη βάση μου, να δαμάζω τις ανάσες μου. Δεν είσαι εδώ και τώρα πια το έχω συνηθίσει. Βολεύομαι αναπαυτικά στη σιωπή του τώρα μου, στα λιμνάζοντα νερά που δεν βρέθηκε κανείς τους να ταράξει.
Να εστιάσω στο κρύο κρεβάτι πάω... να σκεφτώ τι μου συμβαίνει, γιατί φέρομαι τόσο άτσαλα, γιατί χορεύω στην κόψη του ξυραφιού, γιατί δεν νιώθω πια τον κίνδυνο... Πάω να αναρωτηθώ... αλλά και πάλι δεν αναρωτιέμαι. Αξίζουν λίγο απο το χρόνο μου αλλά προτιμώ να κοιτάζω έξω απο το τρένο και να απέχω.
Βρήκα μια θέση και κάθισα. Κόσμος να σπρώχνεται. Και εγώ βρήκα μια θέση. Απόλαυσα την καλοτυχία μου σαν μικρό παιδί. Χαμογέλασα κρυφά, όπως όταν ανοίγει η πόρτα του μετρό ακριβώς μπροστά μου, για να μπω πρώτη. Ίσως και να ήταν η τυχερή μου μέρα.
Μας κατέβασαν στην επόμενη στάση. Ο συρμός επέστρεφε εις τα οπίσω και εγώ ήθελα να πάω μπροστά. Και εκεί μπερδεύεται το μπροστά με το πίσω. Το παρελθόν αγγίζει το παρόν και σκέφτεσαι..."Πού είναι το κακό;"
Έπρεπε να πάω σπίτι. Στους δρόμους απεγνωσμένοι άνθρωποι, τους άλλαξαν τον προορισμό και είχαν ξεχυθεί στο δρόμο σταματώντας τα ταξί. Συνήθισα να μπερδεύεται ο προορισμός μου. Να φυσάει ο άνεμος τις ταμπέλες και εκείνες να δείχνουν αλλού... απο την ανάποδη.
Αποσιωπητικά μετά. Ασήμαντες στιγμές σαν τους εισαγωγικούς τίτλους μια ταινίας μικρού μήκους. Ποιός πλήρωσε εισιτήριο για να διαβάσει τους τίτλους;
Αλάρμ μπροστά στο υψωμένο ανάστημα του πύργου σου. Εκεί κατέβηκα. Εκεί κατέβηκες.
Αν ήμουν δρόμος, θα λεγόμουν "Δεν ξέρω".
Δεν ήταν το ίδιο. Όλα ήταν εκεί. Στην ίδια θέση. Ακόμα και εσύ. Εσύ που λείπεις πάντα.
Και εγώ...;
Ένα ραβδάκι μαγικό μας φέρνει κοντά.
Και εγώ...;
Ένας δρόμος... με ταμπέλα "Δεν ξέρω". Είμαι εδώ αλλά δεν ανήκω εδώ. Πώς τα όνειρα μου ταξιδεύουν ακόμα εδώ; Πώς σε ερωτεύτηκα; Πόσα μαγικά ραβδάκια μου κάνανε ζημιά;
Κάποιος με κοιτούσε και γελούσε, ήμουν σίγουρη.
Και μετά απο το ισόγειο μέχρι τον 6ο. Μαζί.
Πόσες φορές είχα ευχηθεί να ζήσω αυτό το ανέβασμα...!
Πρόσεχε τι εύχεσαι μου είχαν πει.
Το θυμάσαι και εσύ.
Το φιλί, την αγκαλιά, τις ανάσες που μπλέχτηκαν... Τα θυμάσαι.
Το είδα στο βλέμμα σου.
Το άρωμα σου το ίδιο... να πλανάται στο χώρο. Να θέλει να σαγηνεύσει.
Δεν θα κάνω την ίδια κίνηση.
Ίσως να μην είμαι πια η ίδια. Πέρασε καιρός. Καιρός πολύς. Μα δεν με άλλαξε ο καιρός.
Η στιγμή εκείνη με άλλαξε.

Κενό.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Fish

Για Όλα Φταίνε οι Γκόμενες (;)

Κοιτάζω γύρω μου.
Εμφανίσεις για το Θεαθήναι...
Φουστανάκια, μαλλάκια. Ίδιες όλες. Ίδιο ύφος και ποιότητα
Αυτό παρήγγειλαν οι άντρες και αυτό γεύονται.
Ή μάλλον δεν ξέρω κατά πόσο το γεύονται και τι γεύση έχει.
Δεν θέλω να πω πολλά. Δεν ξέρω πόσοι διαβάζουν και πόσοι συμφωνούν αλλά ούτε και πόσοι κατάλαβαν. Απλώς κουράστηκα τις κόπιες και το μοντέλο της γυναίκας να είναι συγκεκριμένο Να φοράμε λίγα για να τραβήξουμε τα βλέμματα και αν δεν βάλεις τα λαμέ σου στο μπαράκι νιώθεις εκτός θέματος. Με πρότυπο ομορφιάς τη Βανδή και την Τζούλια δεν θα ζήσω. Μα ποιός ψάχνει την ουσία σε αυτή την πόλη; Και αν του τύχει και την βρει την αντέχει;
Άλλωστε το ξέρω: Θέλει κόπο η ουσία ενώ το βρακάκι της κυρίας με τα λαμέ φαίνεται εύκολα.
Ίσως πάλι υπερβάλω. Απλά είναι άγραφος νόμος. Και εγώ με τους νόμους δεν τα πήγα ποτέ καλά.

Δεν θα κάτσω να ψάξω ποιός φταίει, τα media ή το μυαλό μας. Δεν με απασχολεί.
Το μόνο που ξέρω είναι πως λάμπει η απλότητα, χωρίς πολλές ιστορίες και φτιασίδια.
Και αν τα μάτια σου δεν είναι μεγάλα, μη τα τρελάνεις στο μολύβι και στα smokey eyes. Αρκεί που είναι λαμπερά και "ομιλητικά". Καθρεφτίζεται η ομορφιά και η αλήθεια του ανθρώπου στο χαμόγελο του, χωρίς τακούνια και ντεκαπάζ.
Ποιός γεννιέται αψεγάδιαστος; Άνθρωπος είναι εκείνος που δέχεται τα ελαττώματα του και τα στολίζει με το χαμόγελο του, την προσφορά και την αγάπη του για τους άλλους.

Θα φορέσω τον εαυτό μου το καλοκαίρι.
Ελπίζω να φορεθεί πολύ φέτος και ας μην είναι της μόδας.


Οι υπόλοιπες ας ταϊσουν τα ψάρια...

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Ονειρο-Πώληση...

Διαφορές. Μικρές, μεγάλες.
Τείχη. Απροσπέραστα και άπειρα.
Τόσο κοντά και τόσο μακρυά.
Κάνουμε καθημερινά την ίδια διαδρομή με το τρένο. Πατάμε στα ίδια βήματα. Ακούμε τους ίδιους ήχους.
Πώς γίνεται;
Να αναπνέουμε τον ίδιο αέρα. Να κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό. Να κάνουμε ευχή στο ίδιο αστέρι. Και ύστερα τοίχος, πάγος, ερημιά.
Έχει φύγει το κορμί μα το όνειρο ακόμα ξαγρυπνά στα ίδια λημέρια
Εκεί που γεννήθηκε. Πώς να απαρνηθεί τη γέννηση του; Πώς να ξεχάσει τη σύλληψη του;
Παλεύω και πολεμώ. Χωρίς να ξέρω ποιός είναι σύμμαχος και ποιός είναι εχθρός.
Δεν έχω εικόνες και ήχους πια. Μα η καρδιά σταματά με την ιδέα οτι στέκεσαι απέναντι μου.
Είμαι στο ενδιάμεσο στάδιο; στην αρχή; ή στο τέλος;
Το ορίζω εγώ πια;
Τι ορίζω εγώ; Ποιά νήματα κουνάω;
Παλιάτσος ή θεατής;
Διαφορές και πάλι. Πως γίνεται να διαφέρουμε και να διαφωνούμε και να είμαστε τόσο ίδιοι;
Προχώρησα μπροστά σε άλλα όνειρα και άλλους στόχους.
Όμως το ακούω καθαρά ανάμεσα στους ψιθύρους που μπλέκονται με την ανάσα σου...
"Τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο"
Το φιλί το πρώτο θα μείνει φυλακισμένο εκεί... σε ένα ασανσέρ μεταξύ 4ου και 5ου... στο ανέβασμα... και μια αγκαλιά με πάθος στο ισόγειο.
Κάθε μέρα το συναντάς μπαίνοντας.
Πώς γίνεται να το θυμάμαι μόνο εγώ;

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

-







Θέλω. Να Ερωτευτώ.
















Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

ΤΕΛΟΣ Εποχής

Αυτό το μπλογκ αποτελεί το χρονικό μιας χυλόπιτας...






Όσα έγραψα, εξομολογήσεις ήταν... σκέψεις της στιγμής και της στιγμούλας, προσπάθεια ενδοσκόπησης και απενεχοποίησης... ενοχοποίησης και καταδίκης μαζί. Και είπα να τα γράψω εδώ γιατί σε πρώτη φάση δεν μπορούσα να τα απευθύνω στον κατάλληλο ή στον ακατάλληλο... όπως το βλέπει ο καθένας... άσχετα αν τελικά του τα έλεγα με θράσος.







Αλλά ποιός νοιάζεται!; Και τι πειράζει; Έτσι μου κάπνιζε κάθε τόσο να κάνω ντου, να του πετάω στα μούτρα την αλήθεια μου και να φεύγω.







Γιατί το ρημάδι μου δεν μπορώ να το κρατώ κλειστό.




Αυτό είμαι. Η χαζή και η έξυπνη, η στριμμένη και η καλοσυνάτη ανάλογα με την περίσταση.






Μα ανάρμοστη στα δήθεν και τα πρέπει, ανίκανη να γίνω θύμα της ταμπέλας, να μπω στο τσουβαλάκι των πολλών και να αράξω εκεί... για όσο κρατάει ένας καφές ή μια ζωή.






Απροσάρμοστη στον τόπο και το χρόνο. Δεν εντάσσομαι. Ποιός χρόνος μου υπαγορεύει τους νόμους του και ποιός τόπος μπορεί να με καταδικάσει;Ο χρόνος είναι αυτό που μετράω εγώ και ο τόπος ορίζεται ως τα όρια του δικού μου κόσμου... αν υπάρχουν όρια.


Τις επιλογές των άλλων τις σέβομαι αλλά δεν τις υπακούω, ειδικά όταν έχουν αντίκτυπο στις δικές μου. Και αν η επιλογή σου δεν με σέβεται, την αγνοώ και εγώ.







Σε μπέρδεψα, το ξέρω.






Δεν ήθελα να εγκλωβιστώ σε μια εισαγωγή δεδομένη με ακρογιαλιές και όνειρα, έχω γράψει ήδη άπειρα για αυτά... Ακροβατώ στις μύτες ενός κειμένου που ακολουθεί τα μονοπάτια του αδιεξόδου του μυαλού μου, τα άβατα και τα ανέπαφα της ψυχής μου.



Κοιτούσα τον κόσμο έξω από το παράθυρο του λεωφορείου σήμερα και σκέφτηκα πως η ευτυχία είναι τόσο κοντά μας. Στο έξω, στο πέρα από μας, στα χρώματα, στις μυρωδιές, στα χαμόγελα που έχουν οι περαστικοί ενώ μιλάνε στο τηλέφωνο. Στους καβγάδες και στις αντιπαραθέσεις. Στα φιλιά στις εισόδους των πολυκατοικιών και στα κλεφτά ενώ είσαι έτοιμη να ανοίξεις την πόρτα του αυτοκινήτου. Στη φωνή που σου έλειψε. Στο χέρι του ανήμπορου που βοηθάς να περάσει το δρόμο. Στα μάτια των παιδιών που πια ξενοιάζουν από τα σχολεία. Στο άγχος του πρώτου ραντεβού. Στο τρέξιμο της γριάς για να προλάβει το λεωφορείο και μόλις μπει σέρνεται και κάνει τη κουτσή για να της παραχωρήσεις την θέση σου. Σε αυτά τα μικρά και τα μεγάλα, που μπορώ να σκεφτώ εκατομμύρια. Εκεί κρύβεται μια σταγόνα ευτυχίας... η οποία είναι αρκετή για να ξεδιψάσεις.


Θέλω να γαντζώνομαι μόνο από τα όνειρα και τις ελπίδες μου και όχι από ανθρώπους φευγάτους με λέξεις φευγαλέες... διακεκομμένες... ωμές... χωρίς χρώμα και ρυθμό.



Δεν θέλω να πατάω γερά, θέλω να χορεύω πετώντας... σχεδόν στις μύτες... Λίγο έδαφος και τα μάτια στον ουρανό. Πάντα με τραβάει ο ουρανός, σαν αόρατος μαγνήτης. Σαν μικρό παιδί που μου υπενθυμίζει πάντα την ύπαρξη του. "Κοίτα με! Γνώρισε με! Έλα πιο κοντά!"


Πληγές υπάρχουν ακόμα.


Δεν θα τις απαρνηθώ. Δεν ωφελεί άλλωστε. Αλλά έχω τόσα πολλά να μοιραστώ εκτός από πληγές και απογοήτευση. Προβληματισμούς και πόνο της αδιαφορίας.


Έχω τόσα πολλά μέσα μου και γύρω μου που θέλω να μοιραστώ μαζί σας.



Δεν θα μείνω στην απουσία. Ίσως αφιερώθηκα και αφιέρωσα σε αυτήν αλλά εκείνη ποτέ δεν σου δίνει τίποτα και είπα να μη την υπολογίζω πια. Αφιλότιμη η απουσία, αχάριστη.


Της έδωσα μορφή και διαστάσεις και εκείνη με τη σιωπή της νόμιζε πως ξεπληρώνει.

Φωτεινό προσπαθώ να κρατήσω το βλέμμα μου. Αυτή είναι η φύση του. Γι αυτό γεννήθηκε.

Θα συνεχίσω να λέω αυτό που σκέφτομαι.
Θα εξακολουθήσω να παρασύρομαι από τα συναισθήματα.
Θα συνεχίσω να δέχομαι ότι είναι πιο δυνατά από μένα, από τις δεσμεύσεις και τα όρια που βάζω στον εαυτό μου.
Και αν περνάω από τους ίδιους δρόμους, άλλη είμαι και άλλη θα είμαι αύριο.
Το έμαθα πια, να αποδέχομαι τον εαυτό μου και τις αλλαγές του.






Το ύφος αλλάζει. Το ήθος παραμένει. Οδηγός το όνειρο. Δεν αλλάζω γειτονιά.




Αλλάζω συνήθειες αλλά όχι ταυτότητα.
Αλλάζω σκέψεις αλλά όχι όνειρα.
Αλλάζω εικόνες αλλά όχι ματιά.



Συχνά παρατηρώ μπλογκερς να μετακομίζουν ή να εγκαταλείπουν, είτε γιατί πέρασε η φάση είτε γιατί άλλαξε η διάθεση ή η αφορμή. Ίσως οι αιτίες να είναι άλλες.


Το μπλογκ είναι σπιτικό και ένα σπιτικό δεν έχει πάντα τις ίδιες μυρωδιές.


Άλλοτε έχει γλέντια και χορούς και άλλοτε μοναξιά και πλήξη.


Θα συνεχίσει να φιλοξενεί και να προσκαλεί...




Αλλάζω σας είπα...


μα αν κάποια στιγμή θυμηθώ τα παλιά και μιλήσω...


μη σας ξενίσει...


Τα σπιτικά κουβαλούν και αναμνήσεις.
Αόρατα βήματα εκείνων που πέρασαν. Ήχοι και λέξεις σκόρπιες.
Ανάμεσα και ενδιάμεσα. Να παρεμβαίνουν και ας έχουν πάψει να συμβαίνουν.






Τέλος εποχής.


Πάμε από την αρχή...






Κόβω κορδέλα, μοιράζω όνειρα!


Δρόμος, όπου φυσάει ο άνεμος.


Για όπου μας βγάλει.




Στόχος, ο Ουρανός.
















Καλώς Ήρθατε!



ΥΓ: Α!και κάτι ακόμα... Η αρχή μου ψάχνει soundtrack! Μελωδία για να την ντύσω!

Τραγούδι να την συνοδεύσει.

Περιμένω προτάσεις.

Σας φιλώ και σας ευχαριστώ για τη ζεστασιά και την αλήθεια σας!

Η ονειροπόλα (σας)

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Φως στη Σκόνη

Έπαιζα καιρό στη σκηνή με τα φώτα σβηστά.

Αθόρυβα βήματα.

Αόρατα βλέμματα.

Ένιωθα πως περπατάς κοντά μου.

Πίστευα πως με βλέπεις.

Πως σε βλέπω.

Χόρευα αιώνες στη σκηνή με υγρά όνειρα.

Χαμογελούσα στις φιγούρες.

Πίστεψα πως συνοδεύεις.

Πως Υπάρχεις.

Ανέπνεες χαιδεύοντας τα μαλλιά μου.

Ψηλαφίζοντας το κορμί μου.

Μη ρωτάς για μένα.

Έδωσα πολύ περισσότερα.



Ήταν αργά.



Κάποιος άναψε τα φώτα.



Στη σκηνή εγώ και τα σανίδια.

Μόνη στη σκηνή.



Εσύ στους θεατές.

Είχες συντροφιά.



Εγώ Μόνη.

Γυμνή σαν Την Αλήθεια.



Σιωπή.

Μόνο αυτή αρμόζει και ας μοιάζει ξένη.



Χειροκρότησες.



Υποκλίνομαι.

Στο φεγγάρι που έγινε μαγικό μονάχα για μια βραδυά.

Για ένα ταξίδι...

Όσο κρατάει ένα φιλί, που θέλει μόνο ο ένας.



Σκόνη.



Η αυλαία κλείνει.








Αχ η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη

αχ η ζωή που χάθηκε στη σκόνη

Αχ το φεγγάρι που έσβησε

τ' ασημένιο φεγγάρι

η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη

Η μέρα μου έρημη κίτρινη μέρα

χαρές που βουλιάξατε

πνιγμένες χαρές μου

Ζωή μου που καίγεσαι

στον κίτρινο αέρα

η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη

η ζωή που χάθηκε στη σκόνη

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Βαθιά Εκπνοή...



Για να γράψω θέλω τα φώτα σβηστά και τα παντζούρια κλειστά.
Σήμερα μπαίνει φως από παντού. Είναι γιορτινό απόγευμα και οι κουρτίνες ανεμίζουν σε ένα τυφλό βαλς με ένα απαλό αεράκι.
Για να γράψω, θέλω την καρδιά μου κομμάτια και την ματιά μου θολή, σχεδόν μεθυσμένη.
Σήμερα έχω ένα πόνο απαλό, ανεπαίσθητο, θα έλεγα γλυκό χωρίς ουσία και χωρίς λόγο.
Η ματιά μου είναι καθαρή, ανέκφραστη χωρίς ίχνος ντροπής ή πληγωμένης οργής.
Ανάμεσα στις τόσες εκπτώσεις είπα να κάνω μια εξαίρεση.
Ψάχνω την μελωδία της ψυχής μου για να πατήσω πάνω της, να κεντήσω λουλούδια, να χορέψω ξυπόλυτη πατώντας στις μύτες.
Σε ένα χορό σιωπηλό, να με ακολουθήσει αυτός που θα ακούσει τα βήματα μου και όχι αυτός που θα προσκαλέσω. Άλλωστε, "Όποιος θέλει, έρχεται"... Απρόσκλητος, απο τις χαραμάδες, από τις κλειδωμένες πόρτες.
Πρώτη μέρα μετά από καιρό που δεν περιμένω. Δεν καρτερώ. Είπα να το γιορτάσω. Το κρασί δεν είναι απαραίτητο. Οι στιγμές με έμαθαν πως μεθάς και χωρίς κρασί. Αγαπάς και χωρίς αφορμή. Γιορτάζεις και χωρίς ημερολόγια.
Γράφω και κουνάω το κεφάλι λες και μιλάει καμιά γριά σοφή και με μαθαίνει.
Ανοιχτός διάλογος το κείμενο μου πάλι. Με το εγώ, με το κενό, με το εσύ.

Θέλω...
Ψάχνω λέξη για μετά το "θέλω"... ουσιαστικά και απαρέμφατα...
Ψάχνω αντωνυμία να προηγηθεί του θέλω μου... "σε"..."τον"...
Δεν κολλάει. Δεν με εκφράζει.
Σήμερα μου αρκεί που υπάρχει ένα θέλω μόνο του.
Μου αρκεί που δεν ξέχασα να το λέω, που δεν ντράπηκα ποτέ για αυτό. Για ένα θέλω, που το θεωρείς τόσο κενό, τόσο άδειο, τόσο άστοχο.
Ένα θέλω να σπάει τη σιωπή, με καλύπτει. Ήδη με γέμισε.

Αγάπη μέσα μου... αέρας κοπανιστός.
Τη στείρα αγάπη τι να την κάνω;
Η αγάπη είναι έκφραση, λέξεις, τρόπος ζωής.
Η αγάπη είναι μια βόλτα, μια ματιά, ένα λουλούδι φρεσκοκομμένο, ένα βιβλίο παλιό, ένα όνειρο αγουροξυπνημένο.
Αγάπη είναι να τρέχω να σε βρω Να σου πω για τη διαδρομή με το τρένο, για το χρώμα του ουρανού, για τη βροχή που κύλησε χθες πάνω μου, που μου έβρεξε τα μαλλιά, μου μούσκεψε τα ρούχα. Να στέκομαι γυμνή μπροστά σου, με καμάρι και να σου λέω "Να μαι!Αυτή εδώ..."
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο και πιο πολλά δεν έχω, ούτε πιο λίγα σου δίνω. Όλα για όλα... Δίκαιη μοιρασιά. Υπεύθυνη των πράξεων μου και η αλήθεια μου δική σου, να την χαρείς, να την απολαύσεις χωρίς δισταγμούς και ερωτήσεις.
Αν λείπεις. Αν δεν μπορώ να μοιραστώ, να δώσω, να εκφραστώ, γίνεται θηλιά και με πνίγει.
Μένει ανάπηρο συναίσθημα στο βάθος της καρδιάς μου. Μαραίνεται και λιώνει.
Τι νόημα έχει τότε το κορμί, η φωνή και οι αισθήσεις;
Αν δεν πάρεις, αν δεν δώσεις, άχρηστα μοιάζουν.
Μένει μόνη βαθιά μου και γίνεται Αέρας και Ατμός. Μια εκπνοή γίνεται η Αγάπη μου μέρα με τη μέρα και βγαίνει από μέσα μου λίγο λίγο.
Ζωντανός οργανισμός είναι. Μη την υποτιμάς. Γεννιέται ένα βράδυ από το πουθενά και σου έρχεται ουρανοκατέβατη. Θείο δώρο. Βρέφος στα σπάργανα.
Θέλει νερό και τροφή να μεγαλώσει. Φροντίδα και χρόνο. Μεγαλώνει και αναπτύσσεται μέσα απο το αμοιβαίο και το κοινό, το εμείς και το ένα.
Μεγαλώνει, μαθαίνει να περπατάει και να εκφράζεται. Σου δείχνει τα σύννεφα και σου λέει θέλω αυτό και θέλω εκείνο. Και εσύ της δίνεις, το δικό σου, το κομμάτι σου, το εγώ σου.
Εγώ ένα μωρό κουβαλάω για Αγάπη. Μόνο κλάμα και σιωπή μου δίνει. Αγνώστου πατρός.

Έβαλα άλλες προτεραιότητες. Εμένα πάνω απ όλα. Το χαμόγελο μου. Τη ζωή μου. Το γεμάτο τώρα μου. Όσα μπορώ να κάνω με τα εφόδια που έχω. Τη δύναμη που φύλαξα ή μου απέμεινε. Δυνατή μες την αδυναμία μου. Ανθεκτική μέσα από την ευαισθησία μου. Μα όχι σκληρή. Σου το είπα δεν θα γίνω ποτέ.
Μου ξεφεύγει ακόμα κάποιο δάκρυ... όχι εγωιστικό ή για τη μάταιη εξομολόγηση, ούτε που με ξέχασαν οι ευχές σου...
Μα για το θέλω... που έμεινε μόνο...
Χωρίς να προηγείται το "σε".
Χωρίς να έπεται το "να ρθεις".

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Διάλογος - Επίλογος

Ένας χρόνος σκατά.
Με προσμονή και ονειροπολήσεις.
Θυμώνω.
Έχω δικαίωμα.
Μαλώνω τον εαυτό μου και μετά τον καλοπιάνω.
Έχω μείνει ένα χρόνο πίσω.
Στο περίμενε και στις αναζητήσεις.
Να ανοιγοκλείνω τα παντζούρια της ψυχής μου.
Να ξεσκονίζω τα φτερά μου.
Να κάνω χάρτες και να ακολουθώ τελικά την άγνωστη κατεύθυνση.
Είμαι ένα χρόνο πίσω. Σου έχει τύχει;
Εκεί που οι άλλοι συνεχίζουν και αλλάζουν παραστάσεις,
μπλέκουν σε άλλες ιστορίες, αλλάζουν πρόσωπα;
Εσύ στάσιμος μέσα στην υπερκινητικότητα σου.
Ένα άγαλμα στην πιο κοσμοπολίτικη πλατεία της πόλης.
Σαν εκείνα που δείχνουν κάπου μακριά
ή κρατάνε με τιμή την καρδιά τους.
Μου σάπισε το όραμα. Μου μάτωσε η καρδιά.
Και οι άλλοι περνούν, προσπερνούν. Διαβάζουν το όνομα μου.
Κουνούν το κεφάλι. Με βγάζουν φωτογραφία. Προσπερνούν.
Άλλοι ούτε καν με κοιτούν.
Περπατούν αγκαλιά, πάνε σινεμά, τρώνε παγωτό.
Δίνουν φιλιά και λένε αστεία. Ζηλεύω τα γέλια τους.
Ζηλεύω τους περιπάτους τους.
Με χαράζουν στη ψυχή τα βήματα απο τα χιλιοπατημένα
τους παπούτσια.
Και εγώ χαζεύω. Χαμογελώ και ντύνομαι τη λευκή μου ύπαρξη.
Η καρδιά μου αγαλματάκι ακούνητο. Πώς να μπαλατζάρει;
Άτακτο σώμα, ζωηρό. Καρδιά με δεκανίκια.
Αφού ένιωσες γιατί δεν μπορείς να ξανανιώσεις;
Αφού χτύπησες δυνατά μια φορά γιατί δεν χτυπάς και πάλι;
Τι σωπαίνεις μωρέ;
Έχεις καιρό να χτυπήσεις δυνατά, να χαθείς στο παραλήρημα
Να πετάξεις ενώ τα πόδια σου αγγίζουν το έδαφος.
Νιώσε. Νιώσε. Χτύπα. Γιατί δεν χτυπάς; Γιατί δεν σε ακούω πια;
Γιατί δεν μου ζητάς πια; Ζήτα μου να πάμε κάπου.
Θες να πάμε εκεί πάλι; Στο σπίτι του;
Να περιμένουμε να τον δούμε στα κλεφτά; Δεν απαντάς.
Θες να ανέβουμε τη γέφυρα;
Να κρατάμε ένα δώρο παιδικό με κορδελάκι; Να του δώσουμε;
Δεν απαντάς.
Να του πούμε να κλείσει τα μάτια. Να ανοίξουμε τα χέρια.
Να τον φιλήσουμε. Θέλεις;
Δεν απαντάς. Δεν αντιδράς. Δεν χτυπάς.
Μόνο κόμπους στέλνεις στο λαιμό.
Μόνο αφήνεις τα χείλη μου στεγνά.
Δεν θες το ένα. Δεν σου αρέσει το άλλο.
Θέλεις να γυρίσεις πίσω αλλά δεν γίνεται.
Στο λέω. Δεν μας θέλει. Πάλι δεν απαντάς.
Κάναμε άνοιγμα. Κάναμε βήματα. Άλματα. Και πήγαμε πίσω.
Μην κλαίς. Πίσω πήγαμε.
Προσπάθησα να σε γιατρέψω με λάθος τρόπους. Δεν ήξερα.
Είχα ξαναγαπήσει νομίζεις; Και εγώ που να ήξερα;
Μήπως είχαν νιώσει οι φίλοι μου; Οι φίλες μου;
Σχέσεις του κώλου για το δήθεν. Που να ξέρουν και αυτοί;
Βουλιάξαμε ένα χρόνο. Γεμίσαμε πληγές. Έτσι είναι το παιχνίδι.
Αυτός μας είχε προετοιμάσει. Μη τον κατηγορείς.
Όλα τελειώνουν κάποια στιγμή, μας είχε πει.
Μη μου πεις τώρα για το πως μας κοιτάζει
και το μούδιασμα στο κορμί του!
Ένα χρόνο με ανοιχτές πόρτες για να έρθει, παγώσαμε.
Γέμισε το γραμματοκιβώτιο του μυρωδάτους φακέλους με το έλα.
Τι να φοβάται μωρέ; Παράτα με. Θα τσακωθούμε πάλι.
Κλείνω τα αυτιά μου. Μόνο τότε σου έρχεται να μιλήσεις.
Έκανα τόσα πολλά για να σε γιατρέψω και τα έκανα χάλια.
Συγχώρεσε με. Η απειρία βλέπεις. Εγώ δεν ήξερα απο πληγές.
Φορούσα πάντα πανοπλία. Με ξεγύμνωσε και τι κατάλαβε;
Τι καταλάβαμε; Ένα χρόνο πίσω.
Με εμένα να έχω μείνει στο Μάρτη του 08
και με όλους τους άλλους να γυρίζουν γύρω μου σαν τις μέλισσες.
Γι αυτόν δεν θα σου πω
γιατί εκεί είναι που δεν ακούω ούτε την ανάσα σου και τρομάζω.
Έμπλεξα και μπλέχτηκα με άκυρους.
Ούτε μια στιγμούλα μου δεν ένιωσαν.
Τους χρησιμοποίησα για να πάω παραπέρα.
Έπεσαν πάνω μου να με κατασπαράξουν. Να τους δώσω θέλαν.
Τι να δώσω;
Και εσύ δεν απαντούσες.
Μου έστελνες ένα ρίγος να με διαπεράσει για να με τιμωρείς.
Και σκέπαζα το σώμα μου να μην κρυώνει. Έτσι είναι το παιχνίδι.
Πρέπει να τελειώνω τα τελειωμένα. Να τελειώνω ότι αρχίζω.
Να μην αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς εντός μου και εκτός μου.
Να ξεχνάω.
Τώρα πια Μόνη μου με Σένα. Να σου μιλώ τα βράδια.
Και εσύ να σωπαίνεις. Να μου κρατάς μούτρα που σε έκανα κομμάτια.
Θα γίνουμε καλά... κάθε βράδυ στο λέω και δεν με πιστεύεις.
Μου λες πως δεν μας έμεινε τίποτα. Πως τα χέρια μου είναι άδεια.
Πως τα όνειρα μου δακρύζουν. Πως οι άγγελοι μας λυπούνται.
Και εγώ να λέω δύο καληνύχτες μια για σένα και μια για κείνον.
Και ας του λέει και άλλη. Και ας μου το τρίβει στη μούρη.
Μια καληνύχτα παραπάνω τι κακό του κάνει;
Θα φύγουμε σε άλλα όνειρα απόψε για να μη μου κλαις άλλο.
Θα σε προστατέψω, θα σε λούσω, θα σε ντύσω, θα σε στολίσω με ροζ και βιολετί που σου αρέσει. Να παίξεις και πάλι. Να γελάσεις.
Να χτυπήσεις δυνατά όχι απο συναισθήματα, απο χαρά.
Να χαρείς ψυχή μου. Σου έλειψε η χαρά.
Θα σε πάρω αγκαλιά να σου λέω πως σ'αγαπώ εγώ και πως αξίζεις.
Αξίζεις πολλά.
Θα έρθει ένα αεράκι δροσερό, να σου ανεμίσει τα μαλλάκια, να σου
χαϊδέψει το λαιμό, να σου μιλάει στο αυτί.
Για το μετά μη με ρωτάς. Γευόμαστε τη στιγμούλα, δεν είπαμε;

Κλείνω τα μάτια με μια προσευχή: Μόλις ανοίξω τα μάτια το πρωί... Να έχω ξεχάσει.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

Ένας Αιώνας μετά το Χθες...



Απόψε χάθηκα ανάμεσα στο χολ και στα υπνοδωμάτια. Ένιωσα το χάος της ψυχής μου. Χαμογέλασα με το πόσο αστεία δείχνω. Εύθραυστη εδώ και χρόνια. Σκληρή εδώ και καιρό. Ηθοποιός της αδιαφορίας. Κοιμήθηκα με το βιβλίο του Μικρού πρίγκηπα και πάλι στα χέρια και στα όνειρα μου γαντζώθηκα σε ένα αερόστατο όλο χρώματα και σύννεφα.
Περνάω μια περίοδο που άλλοι έχουν περάσει ήδη. Ήμουν πάντα εκτός τόπου και χρόνου, το ξέρω. Ώριμη για μικρή. Παιδί για μεγάλη. Πρώτα μίλησα ορθολογιστικά και μετά περπάτησα δειλά. Η θεωρία μου προηγείται της πράξης μου, αυτό είναι το κάρμα μου.
Ακόμα κάνω σχήματα στον τοίχο με τα χέρια, παπάκια, αλογάκια και κύκνους, πάντα ερωτευμένα. Ακόμα γελάω δυνατά σε δημόσιους χώρους και χαζεύω τα χρωματιστά βεγγαλικά με το στόμα ανοιχτό. Ακόμα ζωγραφίζω σπιτάκια και ακόμα και τώρα δεν κοιμάμαι αν δεν κοιτάξω τα αστέρια που έχω κολλήσει στον τοίχο. Φαντάζομαι ακρογυαλιές για να κοιμηθώ και σχέδια στην άμμο. Γυμνά πόδια να παίζουν στα βότσαλα και το φεγγάρι να τρεμοπαίζει σε καθαρά νερά.
Και τώρα είναι που θα μιλήσω για σένα. Αν ήξερες τι περνάνε τα όνειρα μου απο τότε... ίσως και να μην έφευγες ποτέ. Αυτή που αγάπησες διαλύεται μέρα με τη μέρα. Ξεχνάει τα παιδιάστικα και θυμάται των μεγάλων.
Θέλω να βρεθούμε στο παγκάκι των ονείρων μας και πάλι. Να με πάρεις απο το χέρι και να μου πεις που να πατήσω για να φτάσω πιό ψηλά. Αν ήταν αληθινά όλα αυτά, πώς γίνεται να τα ξεχνάς; Και αν ήταν ψέμα πώς δεν γίναν αλήθεια αφού ήταν τόσο δυνατά;

Με εξάντλησαν οι καφέδες με τους δήθεν. Οι λέξεις "φάση", "περνάμε καλά", "ότι κάτσει"...
Με βάρυνε η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι τους.
Φοράω λοιπόν τα φτερά μου και σε περιμένω. Ένα χρόνο μετά και δύο αιώνες. Οι ψυχές μένουν ίδιες. Τα όνειρα ζουν κάπου ψηλά. Διαβάζω τα greeklish σου, ενός Σεπτέβρη του 07...
ελπίδες που σκορπίσαν... πήρα καλάθι και τις μαζεύω απο τους χάρτες... Οι καρδιές δεν ξεχνούν. Δεν ζητώ τον μεγάλο έρωτα. Ζητώ ένα χέρι γνώριμο. Ένα χαμόγελο που μου δινόταν πάντα. Ζητάω πολλά;
Μόνο μια χάρη... μη με πεις φαντασμένη... λέγε με απλά ονειροπόλα... Μόνο έτσι θα γυρίσω στο πλήθος. Εγώ η ονειροπόλα και εσύ το όνειρο. Πώς να υπάρξω χωρίς να με εμπνεύσεις; Πώς να αναπνεύσεις αν δεν σε ζωντανέψω στα κλειστά μου μάτια;
Αν δεν σε είχα μυρίσει θα έλεγα οτι είσαι ένα τριαντάφυλλο σαν όλα τα άλλα.
Αν δεν είχα πληγωθεί απο τα αγκάθια σου θα έλεγα πως όλες οι πληγές είναι ίδιες.

Ξαναγεννιέμαι απο τις στάχτες μου με μια σου εικόνα, είναι τόσο δυνατή η ανάμνηση τελικά... Και να φανταστείς οτι κάηκα απο τα δικά σου χέρια.

Θα σε περιμένω απόψε στο γνωστό παγκάκι... Δύο φτερουγίσματα απο την πύλη των ονείρων. Θα κρατώ την καρδιά μου στα χέρια για να με αναγνωρίσεις.
Θα μου χαμογελάσεις όταν έρθεις τρυφερά και θα μου κρατήσεις το χέρι.
Μη με ρωτήσεις που θα πάμε απόψε, παραλία ή πλαγιά με θέα, ηλιοβασίλεμα ή γλυκειά βραδιά καλοκαιριού. Διάλεξε εσύ. Εμένα μου αρκεί που ήρθες.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Όνειρο στο Βήμα...

Περπατούσε σκεπτική στο δρόμο χωρίς να τη νοιάζει για ονόματα οδών και διασταυρώσεις.
Ήξερε οτι ο δρόμος έχει πάντα το όνομα που του δίνεις. Ήξερε θεωρίες περι αγάπης, περι έρωτος, συμβουλές και γραμμένα, είχε διαβάσει, είχε ακούσει, είχε συζητήσει στην παραλία ένα καλοκαίρι με κάτι φίλους που μετά έγιναν γνωστοί. Θεωρίες και εκφράσεις. Ορισμοί για το συναίσθημα, για το αίσθημα. Συνεντεύξεις απο αυθεντίες, ποιητές και συγγραφείς, μουσικούς και καλλιτέχνες. Τι είναι η αγάπη; Αγάπη και Προδοσία. Εκδίκηση και Μίσος.
Δώσε Ορισμό. Πες μας τι νιώθεις. Εμπειρίες ξένων γεμάτες ακρίβειες και ανακρίβειες.
Τόσες αναλύσεις... Είναι περίεργο πλάσμα ο άνθρωπος τελικά... του αρέσει η ανάλυση. Και όσο πιο δυσνοήτες του φανούν οι λέξεις τόσο πιο μικρός νιώθει ανάμεσα στο τυφλό μυστήριο των αισθήσεων και των αισθημάτων. Δεν είχε γνωρίσει κάποιον που να μην ενθουσιαζόταν με αναλύσεις και εξομολογήσεις. Αναστενάζουν κρυφά που δεν το νιωσαν και μαγεμένοι πηγαίνουν να κοιμηθούν ελπίζοντας να ζήσουν μια στιγμούλα απο τις δυνατές συγκινήσεις που μοιράστηκαν! Περιμένουν για χρόνια να τους χτυπήσει την πόρτα η μεγάλη αγάπη, κάτι να τους νιώσει, κάτι να νιώσουν... και μόλις εκείνο έρθει κουρασμένο και ιδρωμένο απο την περιπλάνηση του, με χέρια ανοιχτά και μάτια γεμάτα υποσχέσεις εκείνοι το καληνυχτίζουν βιαστικά γιατί ξυπνούν νωρίς το πρωί.
Χαμογέλασε χαιδεύοντας το κόκκινο κασκολ της. Το σήκωσε ανάλαφρα για να κρύψει τα χείλη της, συχνά μουρμούριζε περπατώντας, αλλά ποτέ δεν την είχε απασχολήσει.
Τα μουρμουρητά είναι σκέψεις. Γιατί να ντραπεί; Για τα όνειρα; Ποτέ! Όποιος φοβάται τα όνειρα, φοβάται να ζήσει.
Κάνει κρύο στον κόσμο των αναλύσεων, σκέφτηκε. Ίσως γιατί είσαι τόσο μακρυά απο την πράξη. Αναλύεις όταν κάτι έχει περάσει.
"Ο έρωτας κρατάει λίγο... η αγάπη μένει." της είχαν πει. "Όταν φεύγει ο έρωτας έρχεται η αγάπη."
Χαμογέλασε κοροιδευτικά. Τα βίωσε πια αυτά. Είχε δει τον έρωτα να χτυπάει κλαίγοντας την πόρτα ενώ η αγάπη μαραινόταν στο βάζο. Είχε δει τον έρωτα να κλωτσάει το χαλάκι του χολ σαν ένα παιδί που δεν το παίζουν και την αγάπη να παραπονιέται που ξέμεινε μόνη. Είχε δει τον έρωτα να αγκαλιάζει ξένα σώματα για να εκδικηθεί και την αγάπη να τον τραβάει απο το αυτί να γυρίσει σπίτι. Η αγάπη ξέρει εκ των προτέρων τα χρονικά περιθώρια -αλλά ποτέ το τέλος-... και αν ο χρόνος δεν της αρκεί, τρυπώνει εγωιστικά μέσα σου, χέρι χέρι με τον έρωτα.
Την κούρασαν τα γιατροσόφια της Αγάπης. Είχε χορτάσει νόμους και συμβουλές για την ιδανική επάφη, για να κρατήσει, για να την κρατήσεις, για να κρατηθείς... Πώς να βάλεις νόμους στην ψυχή όταν φωλιάζει σε δύο μάτια; Πώς θα θυμηθείς τι πρέπει να πεις όταν τρέμουν τα χείλη; Πώς να μετρήσεις τα βήματα του βαλς όταν οι ψυχές χορεύουν σε ρυθμούς με πρωτάκουστο μέτρο και τέμπο; Ποιός έζησε ένα όνειρο ζητώντας κατευθύνσεις; Ένα μαγικό βαγόνι είναι το όνειρο... ποιός πήρε αποσκευές μαζί του, και αν πήρε, ποιός γύρισε με αυτές; ποιός ρώτησε τον προορισμό; ποιός διάλεξε συνεπιβάτη; Λαθρεπιβάτες όλοι στο όνειρο, μεθισμένοι παραμυθάδες και παραμυθιασμένοι.
Έκλεισε τα αυτιά της στις φωνές των συνειδήσεων και μόνο έτσι δεν ένιωθε ντροπή για την παρόρμηση. Μισές αλήθειες είναι οι νόμοι. Και η μισή αλήθεια είναι ψέμα.

Προστάτεψε τα σωθικά της απο τους λεηλατητές, διέσχισε το δρόμο μιας άγνωστης πόλης και κοίταξε στον ουρανό ζητώντας γιατρειά.