Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

Στην Αυλή της Καρδιάς μου




Μέσα μου παίζουν δυο παιδιά. Διαφορετικά και ίδια. Δεν ξέρω τα ονόματα τους. Τα ακούω συχνά να τρέχουν και να γελούν, να κλαίνε και να θυμώνουν, να μαλώνουν μεταξύ τους. Μα αγαπιούνται στα αλήθεια.


Στα διλήμματα μου, μου πιάνουν την κουβέντα και μου μιλούν με τις ώρες, καμιά φορά μέχρι να ξημερώσει. Και έχουν τόσο διαφορετικές γνώμες. Ακούω τις φωνές τους να υψώνονται και τα μαλώνω, μα δεν σωπαίνουν, παιδιά είναι και τους τα συγχωρώ όλα.


Είναι και τα δύο πεισματάρικα και θέλουν να περνά το δικό τους και εγώ μένω και τα προσέχω εκστατική. Το ένα μου φωνάζει, με προστάζει, "πήγαινε", "νιώσε", "μη φοβάσαι να δώσεις", "μην είσαι δειλή". Και είναι τόσο πειστικό το άτιμο. Το άλλο μου μιλά πάντα με ψιθύρους, "πρόσεχε", "φύγε", "μη!", "όχι", "θα πληγωθείς" και σε κάθε του φράση μου επαναλαμβάνει "για το καλό σου". Τα αγαπώ και δύο. Το ένα με την καρδία και το άλλο με το μυαλό. Το ένα με τους πόθους και το άλλο με τους φόβους. Μα δεν γίνεται να τα ακολουθώ και τα δύο. Η ζωή είναι γεμάτη σταυροδρόμια. Πρέπει να επιλέξεις τον δρόμο σου, πρέπει να ακολουθήσεις μια κατεύθυνση. Και εγώ στην αρχή παραπατώ, προσπαθώ να ακροβατήσω μα δεν γίνεται. Δεν μπορείς πάντα να περπατάς σε τεντωμένο σκοινί. Πρέπει να διαλέξεις πορεία.


Στους δρόμους της ζωής δεν υπάρχουν ταμπέλες, δεν υπάρχουν χάρτες. Μόνο ανηφόρες και κατηφόρες, στροφές και ευθείες. Και είναι κάτι δρόμοι που τα έχουν όλα. Μα δεν σε νοιάζει η πορεία, αλλά η κατάληξη. Η τελευταία στροφή. Οι τελευταίες εντυπώσεις.


Και εγώ πρέπει να επιλέγω, με τα μάτια κλειστά , ακούγοντας μόνο τις φωνές των δύο παιδιών, το δρόμο που θα πάρω. "Δεξιά!" μου λέει το ένα! " Τι δεξιά καλέ;;; Αριστερά θα πάμε" μου λέει το άλλο. Και εγώ σωπαίνω και παίζω το παιχνίδι τους. Μαντεύω τη φωνή που είναι πιο δυνατή και πορεύομαι.


Στο τελευταίο μας ταξίδι, το λογικό παιδί δεν ακούστηκε καν. Το φίμωσε το άλλο με χρυσές κορδέλες. Το νανούρισε γλυκά και εκείνο έπεσε σε ύπνο βαθύ. Μόνο τα παραμιλητά του άκουγα... και ένιωθα τις σπασμωδικές του κινήσεις μέσα απ' τον γλυκό του λήθαργό. Και μου ψιθύριζε μέσα από τα δόντια το "όχι" και το "πρόσεχε" και εγώ περιφρονούσα. Μου έφτανε το παιχνίδι με το άλλο... το κυνηγητό, το κρυφτό, η παντομίμα. Όλα τα παίξαμε ενώ το άλλο κοιμόταν. Πόσο γελάσαμε, πόσο φωνάξαμε από χαρά... Μια χαρά απλή, παιδική, ανεπιτήδευτη. Πόσο την απολαύσαμε αυτή τη χαρά. Μια ευτυχία από άκρη σ' άκρη. Ανοίγαμε τα μάτια μας το πρωί και νιώθαμε την ευτυχία στο κάθε τι. Στα πιο απλά πράγματα. Στο χαμόγελο της καλημέρας, στο φλιτζάνι του καφέ, στα τυχαία βλέμματα, στο άρωμα στο λαιμό. Εκεί ήταν η ευτυχία. Σε λίγες σταγόνες άρωμα στο λαιμό Εκείνου. Στη ζεστασιά των χεριών του.


Και το μικρό παιδί τα κοιτούσε όλα αυτά με τόσο θαυμασμό και καμιά φορά βούρκωνε από το ανεξήγητο των συναισθημάτων. Το πρωτόγνωρο των αισθήσεων. Και τράβαγε το φόρεμα μου και μου έλεγε "Κι άλλο παιχνίδι...Μην τελειώσει αυτό το παιχνίδι!" και εγώ του έκανα όλα τα χατίρια και χαμογελούσα. Και μου έλεγε κάθε βράδυ ότι μπορεί τα πάντα πια... να πιάσει τα αστέρια, να βουτήξει στους πιο μακρινούς ωκεανούς, να παίξει με κάθε κύμα, να αγγίξει τον ήλιο. Στα αλήθεια τα πίστευε.


Μα μέρα με τη μέρα... το άρωμα στο λαιμό εξατμίστηκε, η καλημέρα πνίγηκε στην καληνύχτα, το φλιτζάνι έσπασε, τα χαμόγελα έγιναν τυπικά, τα χέρια πάγωσαν. Ήρθε με δάκρυα και μου παραπονέθηκε...


-Γιατί άλλαξαν όλα;


-Γιατί αλλάζουν οι άνθρωποι, του είπα.


-Φταίω εγώ;


Μου ξεστόμισε μέσα απ τους λυγμούς του το μικρό παιδί.


- Αυτός που αγαπάει, δεν φταίει.


Του απάντησα και του χάιδεψα τα μαλλιά.


-Μήπως δεν έδωσα πολλά;


- Για σένα κράτησες κάτι;


Το ρώτησα τρυφερά.


-Μόνο το παιδί της λογικής, που κοιμάται.


-Ξύπνησε το, του είπα.





Έτρεξε και το ξύπνησε με δάκρυα στα μάτια.


- Ξύπνα, του φώναξε, σε έχω ανάγκη!


-Τι συμβαίνει; του είπε το άλλο νυσταγμένο.


- Μόνο εσύ μπορείς να με γιατρέψεις...


- Πονάς;


-Από αγάπη...


- Πού;


-Παντού και Βαθιά..


- Γιατί με κοίμησες;


-Για να ζήσω.


-Γιατί με ξύπνησες;


-Για να σωθώ.


- Θα σε σώσω... Τι νιώθεις;


- Ότι τον αγαπώ με ένα παθιασμένο μίσος, και ότι τον μισώ με μια απέραντη αγάπη.


- Θα σε κάνω να ξεχάσεις...


- Φοβάμαι.


- Θα σου λέω ιστορίες για τα μέρη που μπορείς να φτάσεις, κάθε βράδυ.


- Χωρίς αυτόν;


- Χωρίς...


- Μπορώ;


-Κοίτα τα φτερά σου... Έγιναν πιο δυνατά...!


- Έχεις τόσο δίκιο... Δεν θα σε ξανακοιμήσω... Θα σε ξεγελάω μόνο, λογική μου...


-Το υπόσχεσαι;


- Το υπόσχομαι...!


- Κράτησε το χέρι μου...





Και τα παιδιά παίζουν και πάλι αγαπημένα στην αυλή μου.

Τα κοιτάζω τα βράδια κρυφά, να μεγαλώνουν και να δυναμώνουν.

Το ένα να γιατρεύει τις πληγές του άλλου.

Μαζί τους γιατρεύομαι και εγώ...


Έμαθα και τα ονόματα τους.


Καρδιά και Λογική.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Είμαι καλά...




Το λέω καιρό αλλά δεν το ένιωθα. Τώρα το αισθάνομαι. Αυτό το "καλά" καλύπτει κάθε σημείο του είναι μου. Σιγά σιγά. Σταδιακά. Ό,τι πήρε η απουσία, ήρθε να το καλύψει η ηρεμία. Ό,τι σου δίνεται πρέπει να το κρατάς γερά στα χέρια σου και να το απολαμβάνεις. Αν αυτό λέγεται μοναξιά ή απουσία ή σιωπή ή ηρεμία... για κάποιο λόγο ήρθε και να σε συναντήσει. Κάπου θα σε βγάλει ο δρόμος. Και αν είναι αδιέξοδο, μην γυρίσεις πίσω, προσπάθησε να σκαρφαλώσεις τους τοίχους, τα βουνά, τα φράγματα, τα εμπόδια, τα συντρίμμια. Απο εκεί ψηλά έχεις καλύτερη θέα. Τα βλέπεις όλα τόσο καθαρά, τόσο ανώδυνα, τόσο αλλιώτικα. Νιώθεις έξω απο αυτά και τα παρατηρείς με μάτια στεγνά, με χέρια σταυρωμένα. Και ίσως κάπου εκεί, ανάμεσα στην παρατήρηση και την θύμηση, να γλιστρήσει αθώα ένα χαμόγελο, όχι μελαγχολικό. Ένα χαμόγελο απελευθέρωσης... ικανοποίησης που έφτασες μέχρι εδώ. Δεν έχασες. Μην πεις "Έχασα χρόνο". Μην πεις "Έχασα τη μάχη". Πες "δεν έχασα τον εαυτό μου". Σπουδαίο κατόρθωμα.


Και είμαι εδώ να βλέπω ένα ηλιοβασίλεμα τόσο ξεχωριστό. Μακριά απο τα όνειρα και τα σχέδια και μακριά απο τον προορισμό μου. Πέρα πολύ. Και τώρα το κοιτάζω σαν να είναι το πρώτο μου. Σαν να είναι το μόνο. Με διαπέρασε. Και άπλωσα φτερά και το άγγιξα. Αυτά τα χέρια που ένιωθα άδεια στους δρόμους και στους σταθμούς, ήταν φτερά τελικά και τους έλειπε ο αέρας για να πετάξουν, το ηλιοβασίλεμα για να φλερτάρουν. Τόσες μέρες πέρασαν, τόσοι μήνες, τόσα ηλιοβασιλέματα. Πώς δεν τα έβλεπα; Πώς τους γύρισα την πλάτη; Πού κοιτούσα; Τόσες φωνές με προσπέρασαν. Το "ελα πάμε", το "μην φοβάσαι!". Πώς δεν αφουγκράστηκα; Πώς δεν ακολούθησα;


Είναι όμορφο τελικά να χάνεις το δρόμο σου, να αλλάζεις πορεία. Βλέπεις καινούργιες εικόνες, νέα τοπία. Ούτε που τα φαντάστηκες. Ούτε που τα ζήτησες. Προσανατολίζεσαι. Αφήνεις τους χάρτες και τα προσχέδια και αφήνεσαι στον δρόμο και πας όπου σε πάει. Σαν μια μοίρα που σε προγνώρισε και την ακολούθησες πιστά σαν μικρό παιδί που με μάτια αγνά πλησιάζει τον κόσμο.




Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Το Ρέκβιεμ ενός Ονείρου

Άδειασα. Και να φανταστείς πριν απο μια στιγμή ήμουν γεμάτη. Μάζεψα λόγια, εικόνες και όνειρα για να στα δώσω. Χάθηκαν σε ένα λεπτό. Τίποτα δεν έμεινε. Ούτε μια λέξη, ούτε μια εικόνα έστω να μου θυμίζει οτι υπήρξε κάτι εδώ. Ξερότοπος, άγονη γη, δίχως χρώμα. Έτσι με αφήνεις. Ή έτσι με διώχνεις. Μην έρχεσαι για να φύγεις, σε παρακαλώ. Μην μου δίνεις ελπίδα, σε παρακαλώ. Γιατί εγώ νιώθω την ελπίδα σε κάθε σου βλέμμα. Μην με κοιτάς, σε παρακαλώ. Τα μάτια μου είχαν πλημμυρίσει με όνειρα και τώρα δεν τα βλέπω, τα έσβησε το πρώτο δάκρυ.

Όσο λείπεις, ξέχασα πως είναι να ονειρεύεσαι. Και όλα τα όνειρα τα έκανα χθες το βράδυ μαζεμένα γιατί σήμερα θα ερχόσουν. Δεν μ' άφησαν οι σκέψεις μου να κοιμηθώ. Με έναν αλώβητο παιδικό ενθουσιασμό, ξενύχτησα. Και θυμήθηκα, πως το ίδιο συναίσθημα το είχα μικρή κάτι βράδια ανοιξιάτικα που το πρωί θα πηγαίναμε εκδρομή με το σχολείο. Και εγώ καθόμουν ξάγρυπνη και χαμογελούσα μόνο που σκεφτόμουν το "πώς" και το "τι" του αύριο. Και φοβόμουν να κοιμηθώ μήπως και δεν ξυπνήσω εγκαίρως και χάσω την περιπλάνηση. Ένα ταξίδι σου ζήτησα στο κέντρο της Αθήνας. Μια βόλτα χωρίς ειδυλλιακές παραλίες και άρωματα καλοκαιριού, χωρίς κόκκινο κρασί και ρομαντικά κεριά. Μια επαφή ανάμεσα στην πολυκοσμία, στους θορύβους της πόλης και την βουή των αυτοκινήτων. Ένα τυχαίο άγγιγμα σου στις χειρολαβές των τρένων. Αυτό ήταν το χθεσινό όνειρο μου. Και είχα σχεδιάσει τόσο καλά κάθε λέξη και κάθε κίνηση που όταν άνοιξα τα μάτια μου το πρωί, ορθάνοιχτα γεμάτα προσμονή και ελπίδες, μου φάνηκε πως το είχαμε κιόλας ζήσει.
Εισιτήριο δεν βρήκες γι αυτό το ταξίδι. Και εγώ έχω μείνει εδώ χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Δεν ήρθες. Έμεινα στους σταθμούς χωρίς αποσκευές να ακούω την ψυχρή φωνή σου και τις βιαστικές σου λέξεις για καλημέρα. Χωρίς συγγνώμες, χωρίς ευθύνες. Δεν ήθελα συγγνώμες, εσένα ήθελα για δύο λεπτά. Έχω ξεχάσει το χαμόγελο σου. Αυτό χρειαζόμουν μόνο. Δεν θα το νιώσεις ποτέ. Δεν θα το καταλάβεις ποτέ. Δεν είμαστε το ίδιο. Και εγώ που νόμιζα...
Παραιτούμαι σήμερα. Παραιτούμαι απ'το όνειρο. Απο την προσπάθεια. Απο τις φράσεις : "Είμαι εδώ... Θα είμαι εδώ...". Απο ό,τι σε θυμίζει. Απο ό,τι ξέχασες εδώ και εγώ το κράτησα για να στο δώσω όταν θα γυρίσεις. Δεν θα γυρίσεις. Και ίσως ποτέ να μην ήσουν εδώ. Σε περίμενα τόσα βράδια. Κάθε βράδυ. Και ένιωθα κάτι αιχμηρό να με διαπερνά απο άκρη σε άκρη και έπιανα το στέρνο μου για να ελέγξω αν αιμορραγώ.

Θα ξεχάσω, θα δεις. Θα πάψω να συγκρίνω. Θα πάψω να αναζητώ το βλέμμα σου στους συνωστισμένους δρόμους, το άρωμα σου στους τυχαίους άντρες, τη φωνή σου σε κάθε χτύπημα του τηλεφώνου. Εσύ μπόρεσες. Θα τα καταφέρω... Ευχήσου μου καλή τύχη αγάπη μου... Είναι δύσκολος ο δρόμος της επιστροφης στον παλιό μου εαυτό. Είναι δύσκολο να επιβάλλω στα συναισθήματα σιγή. Η ελπίδα λένε, πεθαίνει πάντα τελευταία... Η δική μου είχε πάρει εδώ και καιρό παράταση. Σήμερα χάθηκε και αυτή μαζί με εσένα. Δεν θέλω να σκέφτομαι το "ποτέ". Κάθε φράση συνοδεύεται πλέον απο ένα "ποτέ". Το φοβάμαι. Με φοβάμαι.

Σ'αγαπώ... Δεν σ'αρέσει αυτή η λέξη το ξέρω. Δεν ήθελες ποτέ να στη λέω. Μόνο αυτή έχω. Δεν έχω ευχές για τον αποχαιρετισμό. Ούτε και αισιόδοξα χαμόγελα. Συγγνώμη.