Θυμάσαι την πρώτη μας συνάντηση; Την γωνιά του δρόμου, την μεγάλη πύλη;
Πέρασα απόψε απο εκεί και κοντοστάθηκα. Έμεινα για λίγο ακίνητη πάνω στο μεγάλο σκαλοπάτι και σε περίμενα σαν τότε να περάσεις το δρόμο. Μύρισα στον αέρα το άρωμα σου και εσύ διέσχιζες το δρόμο για να έρθεις κοντά μου. Μου φώναξες κάτι απο μακριά... ένα "Ήρθες!" γεμάτο ενθουσιασμό και πόθο μικρού παιδιού και εγώ παρέδωσα στο βλέμμα σου όλους μου τους φόβους. Βουτήξαμε και οι δύο στο πρώτο κύμα. Κράτησες το χέρι μου. Μου έδωσες τη ζεστασιά σου και εγώ όλα μου τα χαμόγελα απο εκεί και πέρα. Όλα μου τα όνειρα.
Μετά μου παραπονέθηκες για τα βήματα που δεν έχω κάνει και μου έδειξες πως να κάνω το πιο μικρό βηματάκι. Εγώ ακολούθησα τα ίχνη σου, πάτησα πάνω τους σαν να ακροβατώ ανάμεσα στο σίγουρο και στο μετέωρο και έκρυψα την παλάμη μου μέσα στη δική σου.
Σου είπα "Θα φύγω γρήγορα", μου ψέλλισες το "Μείνε λίγο ακόμη" και έμεινα για πάντα και ακόμα είμαι εδώ. Κοιτούσες μέστα μάτια μου και εγώ πάλευα μην ακουστούν οι φωνές που είχα μέσα μου, μην γλιστρήσουν στα χείλη μου και προδοθώ.
"Πάρε με αγκαλιά..."με πρόδωσε με θράσος ο ψίθυρος μου. Άπλωσες τα χέρια σου, σε τύλιξα με τα δικά μου. Η ένωση, μια επαφή πέρα απο το εγώ και το εσύ, μακριά απο το χώρο και το χρόνο, απο το πριν και το μετά, απο τον αόριστο και το μέλλοντα, απο υποσχέσεις και δηλώσεις. Ένιωσα τους σφιγμούς σου να συνοδεύουν την καρδιά μου. Η εισπνοή μου γινόταν εκπνοή σου. Ήταν τόσο δυνατό για να το πιστέψουμε. Τόσο μοναδικό για να το ξεχάσουμε. Τόσο ανυπεράσπιστο για να το προστατέψουμε. Τραβηχτήκαμε. Μου είπες πως το αξίζουμε. Αξίζουμε αυτό που ζούμε, αυτό που θα ζήσουμε.
Ίσως και εσύ, σκέφτηκα, αν κάποτε περάσεις απο εδώ, τυχαία μετά απο χρόνια, να ανοίξεις διάπλατα, κάποια καλά κλειδωμένη σου πόρτα. Σφαλισμένη γερά, με σκουριασμένες αλυσίδες και λουκέτα. Σαν μια φυλακή που όλες σου οι δυνάμεις έχουν επιστρατευτεί να κλειδώνουν και να επιβλέπουν, πάντα απο απόσταση. Να αρνούνται, σαν προδότες. Δωμάτιο με υγρούς τοίχους, μα με θέα στο πέλαγος και φόντο δύο φεγγάρια, το ένα να καθρεφτίζεται μέσα στο άλλο. Και εσύ, μπορεί να θυμηθείς για μια στιγμή το άγγιγμα μου και να νιώσεις τα χέρια μου γύρω απο το λαιμό σου. Ίσως αισθανθείς και το κρύο εκείνου του χειμώνα και παραξενευτείς που σε διαπέρασε. Ακόμα και τα γέλια μας μπορεί να ακούσεις καθώς θα βλέπεις τα κορμιά μας να υψώνονται αγκαλιασμένα και να σκορπίζονται στο σύμπαν. Και θα απορείς πως γίνεται, ένα μόνο σκαλοπάτι να μας έφτασε τόσο ψηλά. Τότε, ίσως συλλαβίσεις δειλά το όνομα μου. Με ακούσεις να στο προφέρω όπως τότε, σαν να σου συστήνομαι.
Οι φωνές των φίλων μου με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Θυμήθηκα τη σιωπή σου και έτρεξα μακριά με σκυμμένο το κεφάλι... "Δεν θα ξαναπεράσω απο εδώ" σκέφτηκα δαγκώνοντας τα χείλη. Και το "εδώ" είσαι εσύ. Ένα "εδώ" τόσο κοντινό και τόσο μακρινό μαζί, που συχνά γίνεται "εκεί", άπιαστο και ακατόρθωτο, ανέγγιχτο και άϋλο, σκοτεινή και θαμμένη ανάμνηση. Και άλλες φορές, σαν σήμερα, ανοίγει μια αυλαία και ξεπηδάμε απο μέσα της εμείς με φανταχτερά κουστούμια και λαμπερά βλέμματα, με τα χρώματα της ίριδας στο πέτο. Εσύ να μου φτιάχνεις στεφάνια με σπάνια λουλούδια και εγώ να αφήνω στην χούφτα σου ένα μπουκέτο αστέρια. Πρωταγωνιστές σε μια παράσταση χωρίς σκηνικό, μονάχα εμείς και τα πρόσωπα μας, χωρίς μάσκες, τα βλέμματα μας χωρίς βροχές, τα σώματα μας χωρίς πληγές.
Μένουμε αιώνες στη σκηνή και κοιταζόμαστε σαν να είναι η πρώτη φορά και νιώθω το πρώτο ρίγος να με διαπερνά και τον τελευταίο φόβο να σβήνει, σαν να μην γνωρίζω το τέλος, σαν να μην το είδα ποτέ.