Τρίτη 22 Απριλίου 2008

'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου...


'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου

και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!

'Αφησε τα δάχτυλά μου να τρέξουν

στους δρόμους του κορμιού σου.

Το πάθος - αίμα, φωτιά, φιλιά -

με ανάβει με τρεμουλιαστές φλόγες.

Αλλά εσύ δεν ξέρεις τι είναι τούτο!
Είναι η καταιγίδα των αισθήσεών μου

που διπλώνει τον ευαίσθητο δρυμό των νεύρων μου.

Είναι η σάρκα που φωνάζει με τις διάπυρες γλώσσες της!

Είναι η πυρκαγιά!

Και συ είσαι εδώ, γυναίκα σαν άθικτο ξύλο

τώρα που η καμμένη μου ζωή

πετάει προς το γεμάτο με άστρα,

σαν τη νύχτα, σώμα σου!


'Αφησε λεύτερα τα χέρια μου

και την καρδιά μου, άφησε λεύτερη!

Δεν είναι έρωτας,

είναι επιθυμία που ξεραίνεται και σβήνει,

είναι καταιγισμός από ορμές,

προσέγγιση του απίθανου,

αλλά υπάρχεις εσύ,

υπάρχεις εσύ για να μου δώσεις τα πάντα,

και για να μου δώσεις αυτό που κατέχεις ήρθες στη γη -

όπως εγώ ήρθα για να σε περιέχω

για να σε επιθυμώ,

για να σε δεχτώ!


Pablo Neruda

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω

Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος

Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανήσεντόνια

Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη

Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω

Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε


Ακουστά σ’έχουν τά κύματα

Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς

Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"

Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο

Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά

Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά


Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες

Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει

Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει

Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ

Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ

Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό

Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο

Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτικήΚαμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο

Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα

Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου

Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι

Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο

Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα...


Οδυσσέας Ελύτης- Μονόγραμμα