Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Νιώσε με...

Σ΄έχω βρει και σε χάνω

δανεική παρουσία

έχω τόσα να κάνω και δεν έχουν ουσία

όπου είσαι πηγαίνω δίχως λόγο να πάω

με τους φίλους σου βγαίνω επαφή να κρατάω

Κάποιες μέρες ακούω στη σιωπή τη φωνή σου

πάνε μέρες που λείπεις κι είμαι ακόμα μαζί σου

σε ρωτάω τι έχεις και σου λέω καλημέρα

σ΄α γ α π ά ω

μην τρέχεις

είσ΄ακόμα εδώ πέρα

Προσπαθώ να ξεχάσω

όμως κάτι συμβαίνει

ό,τι όμορφο πιάσω ,να το δεις περιμένει

Σ΄ έχω βρει και σε χάνω

Σ΄έχω βρει και σε χάνω

σταθερή μου αξία

η ζωή μου σε τ ά ξ η κι η καρδιά σ΄α τ α ξ ί α

Έχεις γίνει συνήθεια και το μόνιμο θέμα

σου δανείζω αλήθεια, να πληρώνεις το ψέμα

Κάποιες νύχτες στους δρόμους σε τρακάρω τυχαία

είν΄αμάξια οι μόνοι και οι σχέσεις τροχαία

στα παλιά μας τα στέκια όπως πάντα συχνάζω

είχα πει πως θ΄αλλάξω κι όσο αλλάζω σου μοιάζω

Σ΄έχω βρει...

Και σε χάνω...

Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος

Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης

Πρώτη εκτέλεση: Νατάσα Μποφίλιου

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Προορισμός: Νέα Ιθάκη...

Θα πάρω χρωματιστά πινέλα και θα βάψω το ταβάνι.
Με κούρασε η βροχή που πέφτει απο την οροφή κάθε βράδυ.
Απο το δωμάτιο μου η υγρασία θα απέχει.

Θα κάνω το πάτωμα αυλή, να έρχονται παιδιά και να χασκογελούν καθώς θα κυνηγά το ένα το άλλο. Στους τοίχους μου θα κλείνουν τα μάτια και θα μετρούν μέχρι το 100.
Θα κρύβονται πίσω απο τα βάζα μου, αυτά που μέχρι τώρα δεν είχα λουλούδια.
Θα κάνω το κρεβάτι μου καράβι. Θα ταξιδεύω μαζί με τα όνειρα μου και η θάλασσα θα είναι πάντα γαλάζια και καθάρια. Θα χαζεύουμε τα κοχύλια και τους βυθούς. Θα χαιρετάμε τις γοργόνες. Θα χαμογελάμε στις περαστικές βαρκούλες. Θα ρίχνουμε τα δίχτυα και θα ψαρεύουμε αστέρια. Θα ταξιδεύουμε στο παρόν μας. Γιατί αυτό πάψαμε να ζούμε.
Θα πετάξουμε τα βαριά μας κιάλια. Κουραστήκαμε πια να κοιτάμε τα περασμένα και να καρδιοχτυπούμε για τα μελλούμενα.

Παρόν. Εδώ και τώρα. Έχεις τη δροσιά, έχεις το όραμα, έχεις τα νιάτα.
Βούτα, ζήσε, αναζήτησε, πάλεψε.
Τόσα τρεχούμενα νερά και έμενα με τη δίψα.
"Θα πιω αύριο νερό, θα ψάξω απο αύριο τη λύση, απόψε θέλω να σβήσω σαν πυγολαμπίδα στο καταφύγιο μου, να σκεπαστώ με το παραμύθι μου, να κουκουλωθώ με το τρύπιο μου σεντόνι και να ονειρευτώ ότι είναι λευκό, καθαρό και μυρωδάτο." Αυτό ψιθύριζε η μοναξιά μου κάθε βράδυ. Και κάθε πρωί περίμενα το θαύμα να έρθει χωρίς να κουνήσω το ραβδάκι μου, χωρίς να πω το μαγικό μου ποιηματάκι. "Τολμώ να ζήσω αυτό που μου αξίζει"

Εσύ με έμαθες να τολμάω... Θυμάσαι;
Ή μάλλον, ο παλιός σου εαυτός. Αυτός που με έπαιρνε απο το χέρι και μου έδειχνε το ουράνιο τόξο. Χρώματα και μυρωδιές απο μπαξέδες και μπαχάρια.

Αυτόν αγάπησα και αυτόν θα αγαπώ...
Τον πιστό επιβάτη την ουτοπίας, τον αθεράπευτα ονειροπόλο, τον παθιασμένο για ζωή, τον άπιαστο.

Πού βρήκες το κουράγιο να σμίξεις τα χείλη χωρίς να μου δώσεις ούτε μια ανάσα;
Βρεθήκαμε μαζί στην γέφυρα που ενώνει τους κόσμους μας. Μπροστά σου ήμουν εγώ και καθρέφτης μου εσύ. Τολμώ να πω πως δεν κοίταξα στιγμή το φεγγάρι- δεν θυμάμαι καν αν ήταν παρόν στην τελευταία μας πράξη- εγώ... που πάντα κοιτάω ψηλά και του μιλάω. Τολμώ να πω πως δεν κοίταξα τα καράβια και την θάλασσα εκείνης της νύχτας. Ήθελα να σε κοιτάζω για όσο κρατούσε ο τελευταίος σου μονόλογος.



Κομπάρσοι: τα δύο πρώτα τσιγάρα του πακέτου σου.
Θεατές: τα φώτα των αυτοκινήτων και οι ήχοι της νυχτιάς.
Μουσικό χαλί: οι χτύποι της καρδιάς μου.
Σκηνικά: ένας Νοέμβρης.
Κουστούμια: τα χέρια μου που σε τύλιξαν.
Σκηνοθέτης: ούτε εγώ, ούτε εσύ. Οι επιλογές. Το θράσος και η δειλία.
Ηθικοί αυτουργοί: Οι ψίθυροι και οι σκέψεις που ποτέ δεν έγιναν κραυγές για να έρθουν να μας σώσουν.
Η Κάθαρσις : Η αλήθεια που μαράθηκε στο βάζο, απροστάτευτη
- Σου είπα να της αλλάζεις ταχτικά νερό, να της μιλάς-
Το κάρμα μου :πιστής Πηνελόπης.
Μια Πηνελόπη με τα όλα της. Που ζήτησε μόνο την θύμηση και έναν γυρισμό. Με μνηστήρες και ελπίδες στείρες.
Ο "Οδυσσέας" μου παγιδεύτηκε στα παιχνίδια της Κίρκης. Ξέχασε και την Ιθάκη και δεν έμαθε ποτέ "
οι Ιθάκες τι σημαίνουν".

Τίποτα δεν πάει χαμένο. Σχεδιάζω το χάρτη της ψυχής μου και θα κινήσω για καινούργιο ταξίδι. Προορισμός μια Ιθάκη μαγική. Σαν αυτή που ονειρευόμασταν καθισμένοι " στο παγκάκι", ίσως και καλύτερη. Σίγουρα καλύτερη.

Με ακούς;
Δεν σε ακούω πιά... Ήρθαν τα παιδιά να παίξουν στον κήπο μου, κρατούν πινέλα και χρωματίζουν το φεγγάρι. Τραγουδούν τους ύμνους της χαράς του απόψε και του αύριο.

"Oδυσσέα" μου να με θυμάσαι,
έτσι αγνή, λευκή και κόκκινη...

τόσο παιδί όσο ήμουν μια βδομάδα πριν.