Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Τα Σπιρτόκουτα

Ζούμε σε μικρά κουτάκια. Αθόρυβα σπιρτόκουτα. Ακίνητοι και Αέναοι μέσα στο πλήθος.
Μόνοι σε έρημες συνοικίες. Φρουροί και λυτρωτές των αισθήσεων μας. Καταπατητές των πρόχειρων κατασκευασμάτων μας. Πολιορκητές και πολιορκημένοι. Αλύτρωτοι δυνάστες των παθών μας.
Περιμένει η ψυχή στο κουτάκι. Να ανοίξει, να μπει λίγο φως απο τη χαραμάδα. Να την τυλίξει. Να ακουστεί σαν κρότος ή σαν μελωδία. Το ίδιο κάνει. Το θέμα είναι να ακουστεί.
Άλλοι στριμώχνονται δυο-δυο μες τα κουτάκια με χρυσό περιτύλιγμα, με μελωδία που φτιάξαν μαζί. Ένωσαν μια νύχτα τις νότες και εκείνες μείναν εκεί. Για πάντα.
Είναι μεγάλο το σπιρτόκουτο και με πνίγει ο τόσος χώρος. Δεν έχω χέρια, ούτε πόδια να χορέψω. Μονάχα γραντζουνάω το αύλο πάτωμα μήπως και υπερνικήσει ο ήχος την στοργή της μοναξιάς μου. Δεν έχω έπιπλα. Δεν έχω παράθυρα. Μόνο χώρο. Κρύο και τεμαχισμένο.
Δεν χωράω στη ζωή των άλλων. Εκείνοι την επέλεξαν αλλιώς και με άλλους. Σε άλλα σπιρτόκουτα για να γυρίζουν το βράδυ μετά τη δουλειά. Και ας έχει χώρο το σπιρτόκουτο μου. Χώρο άπλετο. Όνειρα κρεμασμένα σε μετέωρα μπαλκόνια. Χρώματα απλωμένα στην ταράτσα να στεγνώσουν. Ζεστασιά κρυμμένη κάτω απο το χαλάκι της εισόδου, μαζί με το κλειδί. Είπες και εσύ. Είπε και αυτός και εκείνος και ο άλλος. Ο καθένας να βρίζει τον προηγούμενο ή τον επόμενο για τα λάθη του, και εκείνος να κάνει χειρότερα, μετέπειτα ή παράλληλα. Ταυτόχρονοι χτύποι, ταυτόχρονα χτυπήματα. Αλλεπάλληλα. Φοβήθηκα. Πονάω. Θέλω να πω για τον πόνο αλλα φοβάμαι την λύπηση γιατί όσοι το σκέφτηκαν λυπήθηκαν. Όταν το βλέπω ταπεινώνομαι. Σκύβω κι άλλο, χαμηλώνω κι άλλο... να χωρέσω σε κάτι που ήδη χωράω, που μου πέφτει μεγάλο... που χωράει αλλά με πνίγει.
Βρέθηκε αυτός μες το ταξί, ο ξένος. Να μου δώσει νερό και να με πάει μια βόλτα στη θάλασσα.
Να μου δώσει φωτιά χωρίς να μου ανάβει τσιγάρο. Να πιστέψει πόσο αδύναμη είμαι.
Μικρή... για να χωράω στο μεγάλο μου σπιρτόκουτο. Μου ακούστηκε γλυκιά η καληνύχτα του και ήτανε. Πονάω... Που με κοίταξε ένας ξένος στα μάτια και κατάλαβε. Που έκλεισα την πόρτα και χαμογέλασε ο λυγμός μου.
Γιατί δεν με άκουσε κανείς; Γιατί δεν ήρθε;
Δεν άξιζα; Τόσο κακό παιδί είμαι τελικά; Τόσο πολύ απέχω; Λευκή ψυχή... να ταλαιπωρείται σε ένα γιγάντιο σπιρτόκουτο, χωρίς φωτιά και χωρίς σπίρτα.
Είπες και εσύ. Είπε και αυτός και εκείνος και ο άλλος, πως δεν χωράμε μαζί σε τεντωμένο σκοινί, είναι για άλλους ακροβάτες, για επαγγελματίες, για γνωστικούς. Εγώ βαδίζω αλλιώς. Δεν έχω χρωματιστά κουστούμια να ακροβατώ, να χαιρετώ απο εκεί πάνω το κοινό μου.
Δεν μπορώ να ισορροπήσω Δεν είμαι για εδώ, δεν είμαι για αυτά.
Και εγώ να θέλω σκοινί να ισορροπώ... και ας έχω φτερά για να πετάξω...
Ένα πουλί να κάνει τον αποτυχημένο και άσημο ακροβάτη.

Στον κ. Αντώνη με την Κίτρινη Άμαξα.