Μέρα Τρίτη. Εγώ στους δρόμους... με την καρδιά κομμένη σαν θρυμματισμένος πάγος. Στα τρένα.
Για αλλού να ξεκινάω και αλλού να καταλήγω. Σαν ηρωίδα κάποιας ρομαντικής κομεντί (;).
Παρασυρόμενη απο το πλήθος με ένα μικρό θέλω στο μυαλό το οποίο έχει μάθει να πνίγεται πια και να σωπαίνει. Στοιβαγμένη ανάμεσα στους πολλούς. Αγνοούμενη απο τους πιο πολλούς.
Ξαφνικά σε ένα κρεβάτι κρύο και μετά πάλι στους δρόμους, να επιστρέφω στη βάση μου, να δαμάζω τις ανάσες μου. Δεν είσαι εδώ και τώρα πια το έχω συνηθίσει. Βολεύομαι αναπαυτικά στη σιωπή του τώρα μου, στα λιμνάζοντα νερά που δεν βρέθηκε κανείς τους να ταράξει.
Να εστιάσω στο κρύο κρεβάτι πάω... να σκεφτώ τι μου συμβαίνει, γιατί φέρομαι τόσο άτσαλα, γιατί χορεύω στην κόψη του ξυραφιού, γιατί δεν νιώθω πια τον κίνδυνο... Πάω να αναρωτηθώ... αλλά και πάλι δεν αναρωτιέμαι. Αξίζουν λίγο απο το χρόνο μου αλλά προτιμώ να κοιτάζω έξω απο το τρένο και να απέχω.
Βρήκα μια θέση και κάθισα. Κόσμος να σπρώχνεται. Και εγώ βρήκα μια θέση. Απόλαυσα την καλοτυχία μου σαν μικρό παιδί. Χαμογέλασα κρυφά, όπως όταν ανοίγει η πόρτα του μετρό ακριβώς μπροστά μου, για να μπω πρώτη. Ίσως και να ήταν η τυχερή μου μέρα.
Μας κατέβασαν στην επόμενη στάση. Ο συρμός επέστρεφε εις τα οπίσω και εγώ ήθελα να πάω μπροστά. Και εκεί μπερδεύεται το μπροστά με το πίσω. Το παρελθόν αγγίζει το παρόν και σκέφτεσαι..."Πού είναι το κακό;"
Έπρεπε να πάω σπίτι. Στους δρόμους απεγνωσμένοι άνθρωποι, τους άλλαξαν τον προορισμό και είχαν ξεχυθεί στο δρόμο σταματώντας τα ταξί. Συνήθισα να μπερδεύεται ο προορισμός μου. Να φυσάει ο άνεμος τις ταμπέλες και εκείνες να δείχνουν αλλού... απο την ανάποδη.
Αποσιωπητικά μετά. Ασήμαντες στιγμές σαν τους εισαγωγικούς τίτλους μια ταινίας μικρού μήκους. Ποιός πλήρωσε εισιτήριο για να διαβάσει τους τίτλους;
Αλάρμ μπροστά στο υψωμένο ανάστημα του πύργου σου. Εκεί κατέβηκα. Εκεί κατέβηκες.
Αν ήμουν δρόμος, θα λεγόμουν "Δεν ξέρω".
Δεν ήταν το ίδιο. Όλα ήταν εκεί. Στην ίδια θέση. Ακόμα και εσύ. Εσύ που λείπεις πάντα.
Και εγώ...;
Ένα ραβδάκι μαγικό μας φέρνει κοντά.
Και εγώ...;
Ένας δρόμος... με ταμπέλα "Δεν ξέρω". Είμαι εδώ αλλά δεν ανήκω εδώ. Πώς τα όνειρα μου ταξιδεύουν ακόμα εδώ; Πώς σε ερωτεύτηκα; Πόσα μαγικά ραβδάκια μου κάνανε ζημιά;
Κάποιος με κοιτούσε και γελούσε, ήμουν σίγουρη.
Και μετά απο το ισόγειο μέχρι τον 6ο. Μαζί.
Πόσες φορές είχα ευχηθεί να ζήσω αυτό το ανέβασμα...!
Πρόσεχε τι εύχεσαι μου είχαν πει.
Το θυμάσαι και εσύ.
Το φιλί, την αγκαλιά, τις ανάσες που μπλέχτηκαν... Τα θυμάσαι.
Το είδα στο βλέμμα σου.
Το άρωμα σου το ίδιο... να πλανάται στο χώρο. Να θέλει να σαγηνεύσει.
Δεν θα κάνω την ίδια κίνηση.
Ίσως να μην είμαι πια η ίδια. Πέρασε καιρός. Καιρός πολύς. Μα δεν με άλλαξε ο καιρός.
Η στιγμή εκείνη με άλλαξε.
Κενό.
Και τελικά;
-
Και τελικά, το ότι θέλεις να ξαναζήσεις εκείνο το συναίσθημα είναι
αξιολύπητο ή είναι δείγμα πως μία φλεβίτσα ακόμη πάλλεται και προσπαθεί να
κρατή...
Πριν από 2 μήνες